- δεκατίζω
- -ισα, -ίστηκα, δεκατισμένος1. εισπράττω το δέκατο από ένα εισόδημα.2. προκαλώ φθορά, καταστρέφω: Η φετινή σοδειά δεκατίστηκε από τις παγωνιές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.